- τυμπανοσκλήρωση
- η, Νιατρ. επιπλοκή τής χρόνιας ωτίτιδας, που εκδηλώνεται με τον σχηματισμό υαλοειδούς, ασβεστοποιητικού ιστού, ο οποίος διηθεί το τύμπανο και τα ακουστικά οστάρια, προκαλώντας βαρηκοΐα τύπου αγωγής, αλλ. τυμπανοσκλήρυνση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tympanosclerose (< τύμπανο + σκλήρωση].
Dictionary of Greek. 2013.